Αναγκαστική Απαλλοτρίωση στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα – Τι Πρέπει να Γνωρίζουν οι Επηρεαζόμενοι

Η ιδιοκτησία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε πολίτη. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το Κράτος μπορεί να αφαιρέσει ή να περιορίσει αυτό το δικαίωμα μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ποια είναι τα δικαιώματα των ιδιοκτητών και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του Κράτους και των διοικητικών του οργάνων;

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 17 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Κυπριακό νομικό σύστημα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία διασφαλίζεται και προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να αποκτά, να κατέχει, να απολαμβάνει ή να διαθέτει οποιαδήποτε ιδιοκτησία, κινητή ή ακίνητη.

Ωστόσο, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν είναι απόλυτο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να αφαιρεθεί πλήρως ή να υποστεί περιορισμούς. Ένας απλός περιορισμός μπορεί να προκύψει είτε μέσω επίταξης, σύμφωνα με το Άρθρο 23.8 του Συντάγματος, για προσωρινή κατοχή της ιδιοκτησίας, είτε δυνάμει νόμου σύμφωνα με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προβλέπει το νομικό πλαίσιο και τον μηχανισμό μέσω του οποίου μπορεί να γίνει νόμιμη και μόνιμη στέρηση ιδιοκτησίας, μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Για να πραγματοποιηθεί απαλλοτρίωση, απαιτείται να πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις, καθώς συνιστά σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Πρώτον, η απαλλοτρίωση μπορεί να διενεργείται μόνο από συγκεκριμένους φορείς, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των αρμόδιων υπουργείων, δημοτικών αρχών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως οι Επαρχιακές Διοικήσεις, η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.λπ. Συνεπώς, η εξουσία απαλλοτρίωσης ασκείται αποκλειστικά από διοικητικά όργανα με εκτελεστική και αποφασιστική αρμοδιότητα και δεν μπορεί να ασκείται αυθαίρετα από ιδιώτες ή μη εξουσιοδοτημένους φορείς.

Δεύτερον, απαιτείται ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας που να προβλέπει την εξουσία και τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Τέτοια νομοθεσία πρέπει να θεσπιστεί σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Στην Κύπρο, ο σχετικός νόμος είναι ο Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος (Νόμος Αρ. 15/1962), όπως τροποποιήθηκε. Ο νόμος αυτός καθορίζει τα διαδικαστικά βήματα που πρέπει να τηρηθούν και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εμπλεκομένων μερών.

Μια τρίτη ουσιώδης προϋπόθεση είναι η ύπαρξη σκοπού δημόσιου οφέλους. Ο σκοπός αυτός πρέπει να είναι σαφής και να σχετίζεται με την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η κατασκευή οδών, σχολείων, νοσοκομείων και άλλων δημόσιων έργων. Η απαλλοτρίωση συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντικό μέτρο, και για τον λόγο αυτό ο δημόσιος σκοπός πρέπει να είναι σοβαρός και να υπερέχει του ιδιωτικού συμφέροντος της ιδιοκτησίας. Το βάρος απόδειξης φέρει η διοικητική αρχή που εκδίδει την απόφαση απαλλοτρίωσης, η οποία πρέπει να αποδείξει ότι η επέμβαση στην ιδιοκτησία είναι αναγκαία και αναλογική, δηλαδή δεν υπάρχει λιγότερο επαχθής εναλλακτική λύση.

Η διοικητική αρχή υποχρεούται να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, στην οποία να εξηγείται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Η αιτιολόγηση αυτή είναι απαραίτητη για τη διαφάνεια, αλλά και για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Εάν ο επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης ή κάτοχος δικαιωμάτων επί ακινήτου επιλέξει να προσβάλει την απαλλοτρίωση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν ο σκοπός είναι πράγματι δημόσιος και εάν τηρήθηκαν όλες οι διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και το Σύνταγμα.

Τέλος, προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης είναι η καταβολή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί σε μετρητά και προκαταβολικά, δηλαδή πριν από τη μεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος δικαιώματος. Αυτή η πρόβλεψη διασφαλίζει την οικονομική αποκατάσταση του επηρεαζόμενου ατόμου.

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, ως εξαιρετική παρέκκλιση από την αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας, εφαρμόζεται μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται από το Σύνταγμα και τον σχετικό νόμο, με σεβασμό στις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της δίκαιης αποζημίωσης. Οποιαδήποτε απόκλιση από τα κριτήρια αυτά μπορεί να συνιστά παραβίαση των συνταγματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη.

Η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αρχίζει με τη γνωστοποίηση πρόθεσης απαλλοτρίωσης από την απαλλοτριώσασα αρχή. Η γνωστοποίηση αυτή δημοσιεύεται στο Παράρτημα Τρίτο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού και την έναρξη των σχετικών διαδικασιών. Αντίγραφο της γνωστοποίησης επιδίδεται επίσης σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο του οποίου επηρεάζονται δικαιώματα από την επικείμενη απαλλοτρίωση. Η γνωστοποίηση, εκτός από την επαρκή αιτιολόγηση της σχεδιαζόμενης απαλλοτρίωσης, πρέπει να αναφέρει ρητά το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν ένσταση εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης.

Η υποβληθείσα ένσταση, η οποία συνιστά μορφή ιεραρχικής προσφυγής, παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απαλλοτρίωση δεν πρέπει να προχωρήσει. Η απ αλλοτριώσασα αρχή υποχρεούται να εξετάσει την ένσταση και να απαντήσει αιτιολογημένα, είτε αποδεχόμενη τα επιχειρήματα και τερματίζοντας τη διαδικασία απαλλοτρίωσης, είτε απορρίπτοντας την ένσταση και συνεχίζοντας τη διαδικασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης όσο και η απόφαση απόρριψης της ένστασης αποτελούν προπαρασκευαστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες δεν είναι εκτελεστές και συνεπώς δεν μπορούν να προσβληθούν άμεσα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Εάν η ένσταση απορριφθεί, η απ αλλοτριώσασα αρχή προχωρεί στην έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Το διάταγμα αυτό αποτελεί την τελική και εκτελεστή διοικητική πράξη που ολοκληρώνει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και είναι η μόνη πράξη που μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την ισχύ και την εκλεκτικότητά του, καθώς η δημοσίευση συνιστά συστατικό στοιχείο της νόμιμης έκδοσής του. Αντιθέτως, η επίδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ενδιαφερόμενος που επιθυμεί να προσβάλει το Διάταγμα φέρει την ευθύνη να παρακολουθεί τις σχετικές δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα, ώστε να ενημερωθεί για το περιεχόμενό του και να ενεργήσει αναλόγως.

Από την έκδοση και δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, το επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει ουσιαστικά τρεις επιλογές. Πρώτον, μπορεί να προσβάλει τη νομιμότητα και εγκυρότητα του διατάγματος, καταχωρώντας προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου εντός της καθορισμένης προθεσμίας των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία της δημοσίευσης. Σύμφωνα με τη νομολογία, εκτός από τον ιδιοκτήτη του επηρεαζόμενου ακινήτου, και ο ενοικιαστής μπορεί να προσβάλει το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αφού η απαλλοτρίωση επηρεάζει άμεσα το νομικό του δικαίωμα να κατέχει και να χρησιμοποιεί το ενοικιασμένο ακίνητο.

Δεύτερον, μπορούν να αποδεχθούν το διάταγμα και την οικονομική αποζημίωση που προσφέρεται από την απ αλλοτριώσασα αρχή, διευθετώντας έτσι την υπόθεση. Τρίτον, εάν αποδεχθούν την απαλλοτρίωση αλλά διαφωνούν με το ύψος της αποζημίωσης, μπορούν να την αποδεχθούν με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους και να καταχωρήσουν, σύμφωνα με το Άρθρο 9 του Νόμου 15/1962, παραπομπή στο Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου βρίσκεται το απαλλοτριωθέν ακίνητο ή δικαίωμα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού ακούσει μαρτυρία — κυρίως από εμπειρογνώμονες εκτιμητές — θα αποφανθεί κατά πόσον η προσφερόμενη αποζημίωση είναι δίκαιη ή εάν ο ιδιοκτήτης δικαιούται υψηλότερο ποσό.

Επιπλέον, το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 15 του Νόμου 15/1962 προβλέπουν ένα κρίσιμο μέτρο διοικητικής εποπτείας σε περιπτώσεις όπου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εκπληρωθεί εντός τριών ετών από τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απ αλλοτριώσασα αρχή υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία πίσω στον αρχικό ιδιοκτήτη, επιστρέφοντας το ποσό της αποζημίωσης που καταβλήθηκε. Το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην αποτροπή καταχρηστικών απαλλοτριώσεων, κατά τις οποίες η ιδιοκτησία μεταβιβάζεται αλλά τελικά δεν χρησιμοποιείται για τον δηλωθέντα σκοπό. Η χρήση της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που αναφέρεται στη γνωστοποίηση είναι νομικά ανεπίτρεπτη και συνιστά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας.

Η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η απαλλοτρίωση πρέπει να εφαρμόζεται ως εξαιρετικό μέτρο και να ερμηνεύεται αυστηρά. Πολλές δικαστικές αποφάσεις έχουν ακυρώσει διατάγματα απαλλοτρίωσης λόγω παραβιάσεων του νόμου και του Συντάγματος. Ιδιαίτερη έμφαση έχει επίσης δοθεί στην ανάγκη καταβολής της αποζημίωσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, καθώς οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις μπορεί να συνιστούν παραβίαση των συνταγματικών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων του κράτους.

Στην πράξη σήμερα, συχνά προκύπτουν σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή του νόμου. Ιδιοκτήτες ακινήτων αντιμετωπίζουν αυθαίρετα ή ανεπαρκώς αιτιολογημένα διατάγματα απαλλοτρίωσης, αμφισβητήσιμες εκτιμήσεις της αξίας των ακινήτων ή ακόμη και περιπτώσεις όπου η απαλλοτρίωση δεν υλοποιείται ποτέ αλλά δεν ανακαλείται επίσημα. Τα προβλήματα αυτά εντείνουν τη νομική αβεβαιότητα και αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη για έγκαιρη νομική καθοδήγηση.

Είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας κάθε επηρεαζόμενο άτομο που αντιμετωπίζει ζητήματα απαλλοτρίωσης να γνωρίζει τα δικαιώματά του και να ζητεί άμεσα νομική υποστήριξη. Η προστασία της ιδιοκτησίας δεν είναι απλώς θεωρητική· απαιτεί γνώση και άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το Σύνταγμα. Η σωστή και έγκαιρη νομική καθοδήγηση μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ απλής συμμόρφωσης και ουσιαστικής προστασίας των συμφερόντων του πολίτη.

Το γραφείο μας διαθέτει εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία σε υποθέσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και άλλων περιορισμών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών τόσο σε διοικητικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Βρισκόμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε ερώτηση ή υπόθεση σχετική με ακίνητη ιδιοκτησία, προσφέροντας νομική καθοδήγηση με υπευθυνότητα, διαφάνεια και συνέπεια.